Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Einstein vs Freud: Η Άγνωστη Ανταλλαγή Επιστολών

Όταν το 1931, ζητήθηκε απ' τον γνωστό φυσικό, να συμμετάσχει σε μια διεπιστημονική ανταλλαγή ιδεών, εκείνος διάλεξε τον Freud. //

“Every man has a right over his own life and war destroys lives that were full of promise.”
Despite his enormous contributions to science,Albert Einstein was no reclusive genius, his ever-eager conversations and correspondence engaging such diverse partners as the Indian philosopher Tagore and a young South African girl who wanted to be a scientist. In 1931, the Institute for Intellectual Cooperation invited the renowned physicist to a cross-disciplinaryexchange of ideas about politics and peace with a thinker of his choosing. He selected Sigmund Freud, born on May 6, 1856, whom he had met briefly in 1927 and whose work, despite being skeptical of psychoanalysis, the legendary physicist had come to admire. A series of letters followed, discussing the abstract generalities of human nature and the potential concrete steps for reducing violence in the world. In a twist of irony, the correspondence was only published in 1933 — after Hitler, who would eventually banish both Einstein and Freud into exile, rose to power — in a slim limited-edition pamphlet titled Why War?. Only 2,000 copies of the English translation were printed, most of which were lost during the war. But the gist of the correspondence, which remains surprisingly little-known, is preserved in the 1960 volume Einstein on Peace(public library), featuring a foreword by none other than Bertrand Russell.

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Alice Herz-Sommer: Music Is God


Στα 40 της αιχμαλωτίστηκε απ' τους Ναζί, στα 109 της, είναι ακόμη <<αιχμάλωτη>> της μουσικής.
Η γηραιότερη πιανίστρια/επιζών (<<έφυγε>> πριν λίγες μέρες), μιλά για το μεγάλο της πάθος! //


Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

Best Live Album Ever?

Μάλλον όχι, σίγουρα όμως, μια αξέχαστη μουσική βόλτα. (sic) 
Ladies and gentlemen, we proudly present the...  
Les Claypool's Fearless Flying Frog Brigade //
Live Frogs Set 1 is a live album by Colonel Les Claypool's Fearless Flying Frog Brigade, released by Prawn Song Records on 10 April 2001. It chronicles the first part of the 8 October 2000 show the Frog Brigade played at the Great American Music Hall in San Francisco, the second part released as Live Frogs Set 2. It is primarily composed of originals by the various side projects of Claypool and his fellow band members but also includes two cover songs.
The band features Les Claypool, original Primus (and later, Sausage) members Todd Huth and Jay LaneJeff Chimenti on keyboards, Eenor on guitar, and saxophonist Skerik. The seven song set features covers of King Crimson's "Thela Hun Ginjeet" and Pink Floyd's "Shine On You Crazy Diamond".
The album was the Best Live Album award at the Second Annual Jammy Awards show in 2001.


Live Frogs Set 2 is the second set of live recordings by Les Claypool's Frog Brigade, released on July 24, 2001. The album is a complete performance of the Pink Floyd studio album Animals. It is introduced at the end of Live Frogs Set 1 as "more Pink Floyd than any human being should ever withstand", as the band's version of "Shine On You Crazy Diamond" comes to an end.



via  via





Ο Μεγάλος Πότης (Κωστής Παπαγιώργης)

RIP



….Τό ἀρχικό ξάφνιασμα τοῦ οὐρανίσκου, πού μέ τήν πρώτη ρουφιά ἀνακαλύπτει μίαν εὐεργετική πικρίλα μέσα στό θολάμι τῆς γεύσης. Ἀπό ποτό σέ ποτό ἡ αἴσθηση διαφέρει ὅπως διαφέρει –παραμένοντας ἡ ἴδια – ἡ συνουσία ἀπό γυναίκα σέ γυναίκα. Πάντα ἡ πρώτη γουλιά παραμένει σημαδιακή. Εἰσάγει σέ ἕνα νέο στοιχεῖο. Μολονότι ἀκόμα δέν τρέμει οὔτε ἀνησυχεῖ, ἡ πυξίδα τῆς νηφαλιότητας ἀρχίζει νά ἔχει μαῦρες ὑποψίες.
Ἡ εὐφορία πού προκαλεῖ ἡ ταχύτερη κυκλοφορία τοῦ αἵματος μοιάζει λίγο μέ τούς δοκιμαστικούς ἤχους πού βγάζουν τά ὄργανα ὀρχήστρας πού ἑτοιμάζεται. Κάτι βαθύτερο ἀρχίζει νά σαλεύει καί ἀφοῦ ἡ εὐκαιρία ὑπάρχει, εἶναι βέβαιο πώς θά «παίξει». Ἔστω κι ἄν ἡ εὐκαιρία ἔχει, καθώς λένε, τά μαλλιά στό κούτελο γιά νά τήν ἀδράχνουμε εὐκολότερα, τό ποτό δέν χρειάζεται τήν κώμη. Ἡ μποτίλια ποτέ δέν τό «σκάει».
Μέ λυμένους κάβους τό πλεούμενο ἀρχίζει νά ξεμακραίνει ἀπό τήν ἀποβάθρα. Βέβαια καθυστερεῖ ἀκόμα πολύ ἡ στιγμή πού τήν πληρώνουν τά ἄψυχα, ἀλλά οἱ πρῶτες παρατιμονιές κάνουν τήν ἐμφάνισή τους. Παραδρομές τῆς γλώσσας, τῶν χεριῶν καί τῶν ματιῶν. Εἶναι οἱ ἀδόκιμες χειρονομίες κάποιου αὐτοσχέδιου ἠθοποιοῦ πού ἑτοιμάζεται ἄγνωστο γιά τί.
Οἱ μέθυσοι εἶναι «κουφοί». Δέν ξέρουν τήν χαμηλοθόρυβη ἀτμόσφαιρα τοῦ ραφείου. Μιλοῦν πάντα δυνατά ἀδιαφορώντας γιά τό θέμα. Ὅλες οἱ ἀφορμές γιά συζήτηση εἶναι ἰσάξιες. Θές δέ θές τό ποτό σέ μπολιάζει μέ τό σύνδρομο τοῦ φαροφύλακα πού μετά ἀπό μεγάλη μόνωση, ξεσπάει στόν πρῶτο τυχόντα.
Καθώς, ὅπως γράφει ὁ Γιοῦνγκερ, οἱ μποτίλιες ἀδειάζουν καί τά σταχτοδοχεῖα γεμίζουν, οἱ αὐταπάτες πλευρίζουν ἀθόρυβα τόν πότη. Ἐξαίφνης ἀρχίζει νά εἶναι αὐτό πού θά ἤθελε. Νοιώθει δυνατός καί ἑλκυστικός –ἔνδειξη ὅτι τό κεντρικό νευρικό σύστημα ἔχει δεχτεῖ τά πρῶτα πλήγματα.
Κυριεύεται ἀπό πληθωρική πιθανότητα διάκρισης ἀπίθανων ἀποχρώσεων – εἰδικά ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχουν- λές καί ἔχει προστεθεῖ ἕνας ἐπί πλέον φλοιός στόν ἐγκέφαλό του. Καυτοί ψίθυροι τοῦ καίνε τ’αὐτιά. Ἡ ἀλήθεια τόν διάλεξε γιά ἀπολογητή της. Πῶς νά μή μιλήσει; Πῶς νά μήν ἀποφανθεῖ ἀφοῦ, εἶναι πασίδηλο, διαθέτει τό ἀλάθητο; Ὅπου κι ἄν βρίσκεται θά γυρέψει τόν ἀκροατή του.
Σάν νά συνέρχεται ἀπό χρόνια ἀσθένεια, νοιώθει μία χαρμόσυνη αἴσθηση ἀνθρώπου πού κάποια ἀόρατα χέρια τόν ἐλευθέρωσαν, ἄγνωστο ἀπό ποιά δεσμά. Μοιάζει μέ βάρκα πού πλέει σέ κατηφορικά νερά. Τά πράγματα μπαίνουν μέσα του ὅπως σέ ἕνα τεράστιο καθρέφτη καί ἡ μνήμη ἐπιστρέφει πότε μέ βουητά, πότε μέ πνοές βεντάλιας πού τήν κινεῖ ἕνα τυφλό κορίτσι.
Τά πάντα ὑπόσχονται μία δαψίλεια. Ὁ ρακοσυλλέκτης τοῦ Μποντλέρ ἀρχίζει νά κρυφοκοιτάζει τήν πορφύρα τοῦ Βοναπάρτη. Ἀκατάσχετη διάθεση γιά λεπτότητα καί γενναιοδωρίες, ξένες στήν κατάσταση τοῦ νηφάλιου. Ἡ τσιγγουνιά ἔχει ἐλάχιστους πιστούς στόν χῶρο τῶν μεθυσμένων. Ἦρθε πιθανῶς ἡ στιγμή πού, ὅπως θά ἔλεγε ὁ Λόουρι, σφίγγουμε τά χέρια μέ γνωστούς καί ἀγνώστους.
Ἡ μεταμόρφωση καταγίνεται στίς μνημειώδεις της χειρονομίες. Ξαναδίνει στό δειλό τήν τόλμη, στό χαμένο τήν ἐλπίδα, ἀφαιρεῖ ἀπό τήν λαλιά τοῦ τραυλοῦ τίς ἐγκοπές καί κάνει τόν ἀέρα αἰωρούμενο χρυσάφι. Τό παρόν ἔχει ἐπιβληθεῖ κατά κράτος. Παρελθόν καί μέλλον φιλοξενοῦνται πλουσιοπάροχα στό νῦν.
Παρότι ὁ μέθυσος μοιάζει κάπως μέ ἀδιάβαστο ἠθοποιό πού στρέφεται συχνά πυκνά πρός τόν ὑποβολέα του (τήν μποτίλια), διάχυτη εἶναι ἡ αἴσθηση πώς ὅλα πᾶνε κατ’ εὐχή. Χωρίς νά τό καταλάβει βρίσκεται στό ὑπερῶο τοῦ ἑαυτοῦ του. Μία ἀλλόκοτη ὑγρασία τυλίγει τά πάντα, ὅπως ὅταν ζυγώνουμε σέ καταρράκτη.
Ἡ συμπεριφορά τοῦ βρώμιου, αὐτοῦ πού ἀρέσκεται στή χλαπαταγή, δέν ἐμποδίζει τά τραγούδια. Κι ὅσο πιό παράφωνα τόσο πιό πειστικά. Ἀντίθετα ὁ μοναχικός μέθυσος δύσκολα τραγουδᾶ. Τραγουδᾶ μέ τά μάτια.
Ὑπάρχει μία μεταδοτική λαχτάρα γιά ἀνεξέλεγκτη ἐλευθερία. Γιά ἀποχαλίνωση. Ὅταν οἱ ἀφέντες τοῦ Μεσαίωνα ἔδιναν τά ἄλογά τους στούς ὑπηρέτες, ἐκεῖνοι τά ἔσκαγαν ἀπό τό τρέξιμο. Ἀργά ἤ γρήγορα κάποιο κεφάλι –τοῦ νόμου, τῆς ἠθικῆς, τοῦ πατέρα, τοῦ ὑπέρ-ἐγώ – θά βροντήξει στό πάτωμα. Οἱ Βεδουίνοι εἶδαν ἀπό μακριά τήν ὄαση κι ὅσο πιό πειστικός ὁ ἀντικατοπτρισμός τόσο περισσότερο θυμίζει ζωή.
Μέσα στόν καθένα ἔχει ἐκμανεῖ ὁ βάρδος πού ἔχει πάντα μεγαλύτερη ἔξαρση ἀπό τάλαντο. Ἀνασκευάζει τό παρελθόν κατά βούληση. Συλλαμβάνει μεγάλες ἰδέες. Τά πάντα πρέπει νά περάσουν ἀπό τό ἀφύλαχτο τελωνεῖο τοῦ στόματος. Ὅλα καθ’ὁδόν. Ὅλα ἐφικτά. Ἀκόμα καί ἡ καφκική ἱκανότητα πού μετατρέπει τό ἐρέθισμα σέ χαρακτήρα.
Ἄλλωστε εἶναι ἡ στιγμή πού ἔχει ἀπωλεσθεῖ –καί πόσο πολύ! –ἡ ἔξωθεν καλή μαρτυρία. Οἱ ἐπιθυμίες μοιάζουν μολοσσοί δεμένοι μέ κλωστή. Τόση πλησμονή ποιός τήν ἀντέχει; Ὁ μεθυσμένος νοιώθει πώς ἔχει μέσα του τά σπλάχνα τριῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἡ ὥρα πού ψάχνουμε γιά ἐχθρούς. Καί ὅποιος ψάχνει βρίσκει.
Μέσα στήν ταραχή τῶν ἐκρήξεων, πού συχνά σπαθίζονται ἀπό τήν ἀκριβοθώρητη λάμψη τῆς εὐφυίας, ἀλλά πολύ πιό πυκνά τυλίγονται ἀπό τόν πυκνό καπνό τοῦ θερσιτισμοῦ, ἐμφανίζεται ἡ κορωμένη ἀφροδίσια ἔξαψη πού δέν ἀναγνωρίζει διαφορές. Ὁ μεθυσμένος ζητάει ἀπό τήν Ἀφροδίτη τό μέγα μερτικό του. Ἡ πιό ὀχληρή ἀπαγόρευση ( γιά τή γυναίκα τοῦ πλησίον ) δέ θά ἀργήσει νά γελοιοποιηθεῖ. Ἡ δράση ἀρχίζει νά ζηλεύει τήν ἁφή. 
Συνάμα ξυπνάει καί μία ἄλλη αἴσθηση, πού ὁ μεθυσμένος ἀδυνατεῖ νά τήν ἐξηγήσει, παρότι εἶναι τό μέγα πάθος του. Πρόκειται γιά τήν ἐπαφή μέ μία μυστηριώδη βαθύτητα, ἕνα Ἄλλο, πού θυμίζει λίγο τήν ἱκανότητα πού ἔχουν τά σκυλιά στόν Ὅμηρο νά ἀναγνωρίζουν τούς μεταμορφωμένους θεούς. Φωνές τόν καλοῦν ἀπό τά βάθη τῆς ζωῆς καί πέρα ἀπό αὐτή.
Ἐν πολλοῖς τό μεθύσι ἀκολουθεῖ τήν πορεία τοῦ ὀργασμοῦ. Ὑψώνεται σιγά σιγά καί, μετά ἀπό ἕνα μετέωρο σπαραγμό, καταπέφτει. Οἱ περισσότεροι ἐγκαταλείπουν λίγο ἤ πολύ πρίν ἀπό τήν κορύφωση. Μά ἡ ἀληθινή μέθη –ὅπως ἡ λύση στό θέατρο –βρίσκεται ὁλόκληρη στή τελευταία πράξη. Ὄχι στήν ἔξαψη πού σφύζει ὅπως ἡ ζωή ἀλλά στήν πτώση.
Ἡ χαρά ἀρχίζει νά μαδάει ὅπως τά παλιά τριαντάφυλλα. Ὁ μεθυσμένος ψυχανεμίζεται τό γενικό ξεθεμέλιωμα. Τόν καῖνε πολλές φωτιές. Διαρρηγνύει τά ἱμάτιά του. Διακατέχεται ἀπό τή σκοτεινή ἀνάγκη τοῦ θεατρίζεσθαι μέχρις ἐσχάτων. Νά διαγουμιστοῦν τά πάντα. Νά εἰπωθεῖ ὅτι δέν εἰπώθηκε, νά γίνει ὅτι δέν ἔγινε. Καί φυσικά τά τραύματα τοῦ παρελθόντος σέ μία τέτοια λυγμική κατάσταση ἰσοδυναμοῦν μέ ταλέντα.
Ἔστω κι ἄν ἀπό τύχη δέν ἀνοίξουν μονομιᾶς ὅλες οἱ πληγές του, ἀφουγκράζεται πνιχτά μοιρολόγια τῶν ἡμερῶν πού κλαῖνε γύρω του. Ἕνας ἄγουρος θρῆνος λύνει τούς κόμπους στό στῆθος του, σάν ξεφάντωμα πού καταλήγει σέ φονικό. Τότε, ἀπό τήν πληθωρική ἐξωτερίκευση, ὁ μεθυσμένος κλείνεται ἀπότομα στόν ἑαυτό του σάν τή φάλαινα πού βυθίζεται λαβωμένη.
Ἡ γιορτή ἀρχίζει νά σβήνει καί τά τελευταία της φῶτα. Ὅποιος ἔφαγε κάποτε μάτια ἀγελάδας, γράφει ὁ Τζόις, θά τόν κοιτάζουν κατόπιν ὅλη του τή ζωή. Ποιά εἶναι τά μάτια ποῦ δέ βασιλεύουν ποτέ στά κατάβαθά του μεθυσμένου;
Κάνοντας ἀσύνδετες σκέψεις ( ποῦ βρῆκε τό ἁλάτι της ἡ θάλασσα; πόσα σύννεφα ἔχει ὁ οὐρανός; ) ἀπό τήν ἐξημμένη δύναμη τῆς ἀρχῆς φτάνει στή γενική καταρράκωση. Κανένας μίμος δέν τόν φτάνει σέ αὐτό τό ρόλο τοῦ δυστυχισμένου. Ἀδελφός τῆς ἀσχήμιας, τοῦ κουρελιάσματος, ἀνεβαίνει σέ φράσεις καί πέφτει ἀπό ἐκεῖ ὅπως ἀπό γκρεμό. Ἕνα ἀντίο ἀπό ἕνα στόμα χωρίς στομάχι. Τά τελευταία ποτήρια τά πίνει ἀχόρταγα, ὅπως οἱ ποδοσφαιριστές τό νερό στίς παρατάσεις τῶν καλοκαιρινῶν ἀγώνων κυπέλλου.
Βγαίνει ἤ τόν βγάζουν στό δρόμο. Θά ἀρχίσει νά χτυπάει πόρτες; Νά τυραννάει τή συσκευή τοῦ Μπέλ; Νά ἀνασταίνει πρόσωπα θαμμένα κάτω ἀπό τά φύλλα τοῦ ἡμερολογίου; Καθώς ὅλες του οἱ ἡλικίες σέρνονται μεθυσμένες καί τυφλές, ἡ τελευταία του μεταμόρφωση εἶναι αὐτή: παριστάνει τήν ἐπιστροφή τοῦ χρόνου.
Κάθε γνήσιο μεθύσι καταλήγει σέ πλήρη κατάπτωση, σέ γκρέμισμα, σάν μικρός θάνατος. Γι’αὐτό ἡ ἐπιστροφή στό σπίτι –δέν ἁρμόζει νά μεθᾶμε σπίτι μας – ἀποτελεῖ πάντα μία μικρή περιπέτεια. Ἄς σεβόμαστε αὐτά τά κουφάρια πού καταφέρνουν νά βαδίζουν. Ὅποιος κι ἄν εἶναι ὁ δρόμος μας, ἐκεῖνοι εἶναι οἱ πρόδρομοι.
Ὁ μεθυσμένος δέ γυρεύει πιά τίποτα. Ἄλλη μία φορά ἔπαιξε, κέρδισε τά πάντα καί φυσικά τά ἔχασε. Εἶναι τέκνο τῆς ἀπώλειας σάν ὅλα τά ἀδέλφια του πού ἀποφεύγουν νά τό μάθουν. Θά παραδοθεῖ σέ ἕναν ὕπνο χωρίς ὄνειρα ἀδιαφορώντας γιά ἔμψυχα καί ἄψυχα. Ecce homo: μία πέτρα ἀμέθυστου, ὅπου ἕνα ἀσώματο χέρι σκαλίζει τραυλά τή μορφή τῆς μάνας του.
Ἄν ὁ μεθυσμένος ξυπνήσει, ξυπνάει πάντα σάν πλατωνική φράση: πάνυ χαλεπῶς ἔχω ὑπό τοῦ χθές πότου καί δέομαι ἀναψυχῆς τινός… Ματαίως…

<<Περί Μέθης>>

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Πίτσες Στο Διάστημα

Pizza = good
Space = good
Pizza in space = not so good //


IMAGE CREDIT: 
THINKSTOCK
Most astronauts would probably love to enjoy a slice of pizza in the final frontier. Unfortunately, serving pizza in low-earth orbit is a fairly difficult task, but this hasn’t stopped a few hungry astronauts from trying over the years.
According to Vickie Kloeris, a food scientist employed at the Johnson Space Center, pizza isn’t likely to join the ranks of more conventional NASA cuisine anytime soon. Crumbs are the main culprit: Imagine hundreds of itty-bitty bread particles whizzing around sensitive equipment in reduced gravity. “You can’t get a crispy crust,” she says. “It’s always soggy or chewy.”
But in 2001, Pizza Hut decided to take one giant leap for mankind by becoming the first company to make a delivery to the International Space Station. “This [is a] mission to boldly go where no pizza has gone before,” boasted marketing officer Randy Gier.



Η Γυναίκα Που Ανακάλυψε Τα Chocolate Chip Cookies

Κι όμως! Δεν υπήρχαν από... πάντα.
Μια <<λαχταριστή>> ανακάλυψη, από μια εστιάτορα, που ήθελε απλά να κάνει, τα μπισκότα της, πιο όμορφα.//

She was a gifted cook and a savvy entrepreneur. And, despite what you may have heard, she didn’t invent it by accident.




Chocolate chip cookies
It's hard to imagine these never existing. 
Photo by Shutterstock
Julia Child and James Beard have nearly as much name recognition to many Americans as the Founding Fathers. But when was the last time you ate one of their dishes? I'm betting it’s a lot longer ago than your last chocolate chip cookie.
And yet, probably not one in 20 Americans know the name of the chef who invented America’s favorite cookie, if they even realize they were invented. Chocolate chip cookies are so ubiquitous and taken for granted that many people assume they've been around as long as apple pie and ice cream and have equally ancient, anonymous origins.

Μια Επιστολή-Μάθημα Ζωής, Απ' Τον Υπέρoχο, Kurt Vonnegut

Όταν, το 2006, οι μαθητές ενός λυκείου, ζήτησαν (μέσω επιστολών), απ' τους αγαπημένους τους συγγραφείς, να επισκεφτούν το σχολείο τους, ο μόνος που απάντησε ήταν ο Vonnegut. //

In 2006, a group of high school students asked celebrated author Kurt Vonnegut to visit their school. He sent them the absolute perfect response.
According to Reddit user Alxmog1, students at Xavier High School in New York wrote to their favorite authors as part of an assignment. Vonnegut was the only one to respond, and while he said he would not be able to make a visit, his inspiring letter made up for it with with wit and charm.
(Story continues below.)
A photo of Vonnegut's letter, posted online by redditor Alxmog1.